απόλυση

απόλυση
Η νομότυπη απομάκρυνση του εργαζομένου από την εργασία του. Στον ιδιωτικό τομέα, συνίσταται στη μονομερή καταγγελία της σύμβασης εργασίας μεταξύ της επιχείρησης και του μισθωτού, πάντοτε μέσα στα πλαίσια και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται εκάστοτε από τον νόμο (π.χ. μετά από καταβολή νόμιμης αποζημίωσης κλπ.). Στον δημόσιο τομέα, οι διαδικασίες α. είναι πιο περίπλοκες, με δεδομένη τη συνταγματικά κατοχυρωμένη λειτουργία των θεσμών της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων και της ισοβιότητας των δικαστικών λειτουργών. Πιο συγκεκριμένα, το νομότυπο της α. στον δημόσιο τομέα πρέπει να βασίζεται σε σοβαρότατους λόγους (π.χ. ποινικές καταδίκες, βεβαιωμένη υπηρεσιακή ανεπάρκεια κλπ.) και σε τελεσίδικες πράξεις αρμόδιων κρατικών οργάνων. α. υπό όρο. Ευεργέτημα που αποβλέπει στην απελευθέρωση του καταδίκου πριν συμπληρωθεί ο χρόνος εκτέλεσης της ποινής που του έχει επιβληθεί. Κατά την ελληνική νομοθεσία, η α. υπό όρο μπορεί να γίνει υπέρ του καταδίκου σε ποινή στερητική της ελευθερίας, εφόσον έχει εκτίσει τα δύο τρίτα της ποινής που του έχει επιβληθεί (ή το ένα δεύτερο, αν πρόκειται για υπερήλικα άνω των 70 ετών) και οπωσδήποτε τουλάχιστον έναν χρόνο· σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης πρέπει να έχει εκτίσει τουλάχιστον είκοσι χρόνια ποινής. Το ευεργέτημα αυτό παρέχεται αν o κατάδικος έχει επιδείξει καλή διαγωγή, έχει εκπληρώσει τις απέναντι στον παθόντα υποχρεώσεις του και γενικά δίνει βάσιμη ελπίδα ότι θα ζήσει έντιμη ζωή μετά την α. του. Στον απολυόμενο μπορούν να επιβληθούν πρόσθετες υποχρεώσεις ως προς τον τρόπο διαβίωσης και είναι δυνατόν να ανακληθεί η α. σε περίπτωση κακής διαγωγής ή παραβίασης των υποχρεώσεων ή και να αρθεί εντελώς –σε περίπτωση διάπραξης νέου ποινικού αδικήματος από δόλο– οπότε o κατάδικος εκπληρώνει αθροιστικά και το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής. Μετά την παρέλευση ορισμένου χρόνου από τη χορήγηση του ευεργετήματος της α., η ποινή θεωρείται ότι έχει εκπληρωθεί.
* * *
η (AM ἀπόλυσις) [απολύω]
απελευθέρωση από τα δεσμά ή από περιορισμό, απόδοση της ελευθερίας, αποφυλάκιση
νεοελλ.
1. στρ. αποστράτευση μετά την περάτωση της θητείας
2. (για εργαζομένους) παύση, διώξιμο από την εργασία
3. επιτυχία, τερματισμός της φοίτησης σε σχολείο
4. έξοδος των μαθητών μετά τη λήξη του μαθήματος
μσν.- νεοελλ.
1. περάτωση της θείας λειτουργίας
2. η ευχή που λέει ο ιερέας για να δηλώσει το τέλος της θείας λειτουργίας
αρχ.
1. λύσιμο επιδέσμου
2. αποχωρισμός, απομάκρυνση
3. απαλλαγή από ασθένεια
4. περάτωση υπηρεσίας ή αγώνων
5. έξοδος από τη ζωή, θάνατος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απόλυση — η 1. λύσιμο, απελευθέρωση: Επιτέλους έγινε και η απόλυση των αιχμαλώτων. 2. αποφυλάκιση: Αποφασίστηκε η προσωρινή απόλυση των προφυλακισμένων για τα επεισόδια της Πρωτομαγιάς. 3. άφεση εκείνων που έκαναν τη στρατιωτική τους θητεία ή πρόσθετη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπολύσῃ — ἀπολύσηι , ἀπόλυσις loosing fem dat sg (epic) ἀπολύ̱σῃ , ἀπολύω destroy utterly aor subj mid 2nd sg ἀπολύ̱σῃ , ἀπολύω destroy utterly aor subj act 3rd sg ἀπολύ̱σῃ , ἀπολύω destroy utterly fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούλευμα — Έτσι ονομάζεται στη νομική επιστήμη η απόφαση του δικαστικού συμβουλίου. Αφορά ποινικές υποθέσεις που διεκπεραιώνονται χωρίς να φτάσουν στο ακροατήριο, δηλαδή σε κανονική δίκη, και άλλες που η παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο γίνεται με β., το… …   Dictionary of Greek

  • άφεση — Το να αφήνει κανείς κάτι ελεύθερο. Επομένως ά. μπορεί να χαρακτηριστεί και η εκτίναξη, η εκκίνηση, η απαλλαγή και η συγχώρηση. Στους αρχαίους Έλληνες ά. έλεγαν το διαζύγιο, τον χωρισμό. Στη στρατιωτική ορολογία ά. είναι η απομάκρυνση από τη… …   Dictionary of Greek

  • αναδιορισμός — Πολιτειακή πράξη με την οποία κάποιος τοποθετείται σε κρατική θέση που είχε άλλοτε και την έχασε. Ο Υπαλληλικός Κώδικας του 1999 (άρθρο 21) προβλέπει τον επαναδιορισμό και τη διαδικασία που απαιτείται. Συνήθως, επιτρέπεται μέσα σε μια πενταετία… …   Dictionary of Greek

  • εγγύηση — (Νομ.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στο αστικό δίκαιο η σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου, με την οποία ένα πρόσωπο, ο εγγυητής, αναλαμβάνει την ευθύνη απέναντι στον δανειστή ότι θα του καταβληθεί η μελλοντική οφειλή ή εκείνη που ήδη υπάρχει …   Dictionary of Greek

  • ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • ζωοκλοπής και ζωοκτονίας, νόμος — Νόμος περί ζ. και ζ. που τροποποιήθηκε επανειλημμένα και διατηρήθηκε με την εισαγωγή του Ποινικού Κώδικα. Σύμφωνα με αυτόν, τιμωρείται όποιος κλέβει ή σκοτώνει με πρόθεση ζώα, που χρησιμοποιούνται από τον άνθρωπο και απαριθμούνται στην παράγραφο… …   Dictionary of Greek

  • αμόλημα — το [αμολάω] 1. απαλλαγή κάποιου από τα δεσμά ή τον περιορισμό του, απόλυση, λύσιμο 2. χαλάρωση 3. απελευθέρωση …   Dictionary of Greek

  • αναστενάρια — Σύνολο τελετουργικών πράξεων θιασικής λαϊκής λατρείας· οι μύστες αυτής της λατρείας ονομάζονται αναστενάρηδες. Η λέξη προέρχεται από την πρόθεση ανά και τη μεσαιωνική λέξη ασθενάριον. Σήμερα, τα δύο κύρια κέντρα όπου έχουν επιβιώσει τα α. είναι ο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”